- κοινωνώ
- κοινωνόςcompanionmasc/fem nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοινωνώ — και κοινωνάω κοινώνησα 1. μεταλαβαίνω: Είναι στα τελευταία του και κοινώνησε. 2. μεταλαβαίνω κάποιον: Έφεραν τον παπά και τον κοινώνησε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοινωνώ — άω (AM κοινωνῶ, έω, Α και δωρ. τ. κοινανῶ) έχω ή κάνω κάτι από κοινού με άλλον ή άλλους, παίρνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω νεοελλ. μσν. 1. (μτβ.) (για ιερέα) μεταλαβαίνω κάποιον («ήλθε ο παπάς και τόν κοινώνησε») 2. (αμτβ.) παίρνω θεία μετάληψη,… … Dictionary of Greek
κοινωνώ — κοινωνάω / κοινωνώ, κοινώνησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κοινωνῶ — κοινωνέω have pres subj act 1st sg (attic epic doric) κοινωνέω have pres ind act 1st sg (attic epic doric) κοινωνός companion masc/fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωνῷ — κοινωνός companion masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωνῶι — κοινωνῷ , κοινωνός companion masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταδίδω — (Α μεταδίδωμι, Μ μεταδίδω) 1. δίνω σε κάποιον κάτι δικό μου ή μέρος από κάτι, παρέχω («μετάδος φίλοισι σοῑσι σῆς εὐπραξίας», Ευρ.) 2. πληροφορώ κάποιον για κάτι που άκουσα ή έμαθα, γνωστοποιώ, ανακοινώνω, κοινοποιώ (α. «τα νέα μεταδόθηκαν… … Dictionary of Greek
μεταλαβαίνω — και μεταλαμβάνω (ΑM μεταλαμβάνω, Μ και μεταλαβαίνω) [λαβαίνω/ λαμβάνω] 1. παίρνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω 2. λαμβάνω την Αγία Μετάληψη, κοινωνώ νεοελλ. 1. (για ιερέα) δίνω σε κάποιον την Αγία Μετάληψη, κοινωνώ κάποιον 2. καλώ με απεσταλμένο μου… … Dictionary of Greek
προκοινωνώ — έω, Α [κοινωνῶ] κοινωνώ, επικοινωνώ εκ τών προτέρων … Dictionary of Greek
προσκοινωνώ — έω, Α [κοινωνῶ] 1. κοινωνώ, μετέχω σε κάτι 2. λαμβάνω μέρος, είμαι συνεργός («προσκοινωνεῑν τῶν δρωμένων», Δίων Κάσσ.) 3. παρέχω σε κάποιον ένα μέρος … Dictionary of Greek